Τα καλά νέα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικροτεί τα μέτρα στήριξης που έλαβε και θα λάβει φέτος η Ελλάδα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Επίσης θεωρεί πως το ελληνικό χρέος έχει πολλά στοιχεία βιωσιμότητας, τα οποία μπορεί μάλιστα να ενισχυθούν όταν θα ληφθούν υπόψη οι μακροχρόνιες ευεργετικές επιδράσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης, επιταχύνοντας την πολύ απαισιόδοξη πρόβλεψη που σήμερα υπάρχει για μακροχρόνια άνοδο του ΑΕΠ μόνο κατά 1,25.
Ωστόσο αποφαίνεται ότι υπάρχουν και πολλά στοιχεία τρωτότητας, αλλά και ότι αν δεν υπήρχε η ρήτρα διαφυγής και ίσχυαν οι δημοσιονομικοί κανόνες τότε και το 2022 η χώρα θα απόκλινε πάρα πολύ από τα κριτήρια που τίθενται πανευρωπαϊκά για τα δημοσιονομικά. Με κυριότερο αυτό της μείωσης κατά 1/20ο του χρέους στο «κομμάτι» που είναι υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ.
Οι παραπάνω παραδοχές περιλαμβάνονται σε πόρισμα της Κομισιόν με ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Δίνει μία πρώτη αίσθηση της ανάγκης για δημοσιονομική προσαρμογή που θα ισχύει στη μετά πανδημίας εποχή. Αλλά και της μεγάλης σημασίας που έχει η διαπραγμάτευση η οποία θα ξεκινήσει το Φθινόπωρο (σ.σ. ενδεχομένως μετά τις γερμανικές εκλογές), για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων.
Στελέχη της Κομισιόν προβάλλουν ως πρώτο αγκάθι το εν λόγω θέμα με τον κανόνα του χρέους. Αλλά και την ανάγκη για ευελιξία στο πως θα αποτιμώνται δημοσιονομικά οι επενδύσεις, ενώ τίθενται και άλλα θέματα όπως η φάση ανάκαμψης στην οποία βρίσκεται κάθε κράτος και το ποιο μέρος της ανόδου του χρέους συνδέεται με την Πανδημία.
Η έκθεση
Η Έκθεση που συντάχθηκε «σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ανήκει στο πακέτο των εγγράφων του «Ευρωπαικού Εξαμήνου» που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, μετρά την δημοσιονομική κατάσταση σε συνθήκες «κανονικότητας». Αν δεν υπήρχε ρήτρα διαφυγής θα οδηγούσε σε απόφαση για μέτρα «προσαρμογής» του ελλείμματος και του χρέους. Ωστόσο, υπό τις συνθήκες της πανδημίας απλά δείχνει το «πλαίσιο» των δημοσιονομικών «ανοιγμάτων» που θα καθορίσουν την επόμενη ημέρα της υγειονομικής κρίσης. Αλλά και το διακύβευμα της συζήτησης που θα γίνει από το Φθινόπωρο, όπως επισήμαναν και σήμερα πηγές του ΥΠΟΙΚ, για τους νέους δημοσιονομκούς κανόνες (σ.σ. οι ίδιες πηγές επιβεβαίωσαν πως ακόμη δεν υπάρχει ετοιμότητα για έγκριση σχεδίων ανάκαμψης τον Ιούνιο, αν και η προσπάθεια συνεχίζεται.)
Τυπικά τα στοιχεία για την Ελλάδα αποτελούν ένδειξη σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Αλλά λόγω της ρήτρας διαφυγής και «της σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας COVID-19» η διαδικασία προσωρινά «παγώνει».
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο δεινή θέση ήταν τα κράτη που δεν πληρούν ούτε την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ για το έλλειμμα, ούτε το κριτήριο χρέους (ο δείκτης χρέους υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % που ορίζει η Συνθήκη). Και επιπλεον εκτιμάται πως δεν θα εκπληρώσουν έως και το 2022 το πιο «επίμαχο» κριτήριο: την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Μετράται σε ορίζοντα τριετίας και υπολογίζει αν το ποσό που υπερβαίνει το 20% μειώνεται με ρυθμό τουλάχιστο 1/20 ετησίως.
Στην Ελλάδα η απόκλιση είναι η πιο μεγάλη με 2η να ακολουθεί η Ιταλία που πιέζει για την αλλαγή του εν λόγω κριτηρίου. Ακολουθεί η Γαλλία, Αλλά και το Βέλγιο. Η Γερμανία αποκλίνει μεν αλλά με χαμηλή τιμή χρέους.
Ειδική σημασία δίδεται στις επενδύσεις. Με βάση τα κράτη όπως η Ελλάδα που έχουν δώσε ιστοιχεία για τα Σχέδια Ανάκαμψης. Και τούτο εν όψει και των προτάσεων που υπάρχουν στο «τραπέζι» για ειδική μεταχείριση των επενδύσεων από δημοσιονομικής άποψης.
Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς σε πολλά κράτη (όπως η Ελλάδα) «δεν αναμένεται να είναι προσωρινή» αναφέρεται. Και δίδεται νέο «ραντεβού» για το Φθινόπωρο και για τα σχέδια Προϋπολογισμών του 2022 που θα κατατεθούν έως τα μέσα Οκτωβρίου. Όταν θα ξεκινά δηλαδή η συζήτηση για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες με στόχο εισήγηση της Επιτροπής πριν το τέλος του έτους.
¨Όπως αναφέρει η Επιτροπή, στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεσπίζεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προτείνεται να συνεχισθεί και το 2022. Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε το 2020 την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη στην Ελλάδα και σε ακόμη 24 κράτη μέλη: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία. Επιπλέον, το 2021 τα δημόσια ελλείμματα θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς σε όλα τα εν λόγω κράτη μέλη, εκτός από το Λουξεμβούργο. Το παρατηρηθέν έλλειμμα για το 2020 καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη, στα εν λόγω κράτη μέλη, υπερβολικού ελλείμματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 126 της Συνθήκης. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, κατά περίπτωση.
Αναφορικά με το χρέος, στην Ελλάδα αλλά και στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Κροατία, στην Ιταλία, στην Κύπρο, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία και στη Φινλανδία, υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2020. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2020, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία δεν συμμορφώθηκαν με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους — ή, στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας, με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος.
Αναφέρεται πως «στην τρέχουσα κατάσταση, ένας βασικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για όλα τα κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση είναι οι οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η οποία προκάλεσε εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για τη μακροοικονομική και δημοσιονομική προοπτική». Επισημαίνεται πως η έξαρση της πανδημίας «προκάλεσε μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση στον τομέα της δημόσιας υγείας, που είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία περιορίστηκε εν μέρει μόνο από τους αυτόματους σταθεροποιητές. Τα κράτη μέλη βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και, γενικότερα, τις οικονομίες τους. Τα κράτη μέλη θέσπισαν επίσης σημαντικά μέτρα στήριξης της ρευστότητας και κρατικές εγγυήσεις. Τα εν λόγω μέτρα στήριξης της ρευστότητας, ιδίως οι δημόσιες εγγυήσεις με σκοπό τη στήριξη των πιστωτικών ροών, δεν έχουν άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις, εκτός εάν και έως ότου καταπέσουν».